ευάριθμος

ευάριθμος
η , ο [ος , ον ] малочисленный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ευάριθμος" в других словарях:

  • ευάριθμος — η, ο (ΑΜ εὐάριθμος, ον) ευαρίθμητος, αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο ολιγάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμός] …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • ολιγάριθμος — η, ο (Μ ὀλιγάριθμος, ον) (για πλήθος) ο λίγος σε αριθμό, ευάριθμος (α. «ολιγάριθμη συγκέντρωση» 3. «ολιγάριθμο στράτευμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἀριθμός, πρβλ. πολυ άριθμος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»